κολύμπα

κολύμπα
η
μεγάλος λάκκος με λιμνάζοντα ύδατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολύμπι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ καρύδι: καρύδ-α, κουτί: κούτ-α].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νηκτός — ή, ο (ΑΜ νηκτός, ή, όν) αυτός που κολυμπά στο νερό νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το νηκτό(ν) βιολ. το άθροισμα τών πελαγικών ζώων τα οποία κολυμπούν ενεργητικά και ανεξάρτητα από την κίνηση τών υδάτινων μαζών που τά περιβάλλουν μσν. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • βίδρα — Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των μουστελιδών ή ικτιδιδών. Το σώμα της, που απολήγει σε μια δυνατή κωνική ουρά, μπορεί να φτάσει σε μήκος το 1,5 μ. και βάρος τα 12 κιλά. Τα κοντά της πόδια έχουν πέντε δάχτυλα, ενωμένα κατά τα τρία τέταρτα… …   Dictionary of Greek

  • κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… …   Dictionary of Greek

  • κολυμβητής — κολυμβητής, ο και κολυμπητής, ο θηλ. κολυμβήτρια αυτός που κολυμπά, αυτός που γνωρίζει να κολυμπά καλά: Είναι καλός κολυμβητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αμφιπρίων — (amphiprion). Γένος περκόμορφων ψαριών της οικογένειας των πομακεντριδών. Είναι γνωστά περίπου 12 είδη που ζουν στις θάλασσες του Ειρηνικού και του Ινδικού ωκεανού. Ονομάζονται επίσης και ψάρια ανεμώνες, γιατί συμβιούν με τις θαλάσσιες ανεμώνες.… …   Dictionary of Greek

  • αγριόχηνα — Στεγανόποδο, χηνόμορφο πτηνό της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών. Έχει σώμα βαρύ, ράμφος κοντό και χοντρό στη βάση και πόδια μακρύτερα από της αγριόπαπιας. Τo χρώμα της είναι καφετί γκρίζο έως λευκό. Αλλάζει τα φτερά της δύο φορές τον χρόνο,… …   Dictionary of Greek

  • αερονηχής — ἀερονηχής, ές (Α) αυτός που «κολυμπά», που πετά στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + νήχομαι] …   Dictionary of Greek

  • αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… …   Dictionary of Greek

  • αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α …   Dictionary of Greek

  • βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”